γνωρίσεις

γνωρίσεις
γνώρισις
making known
fem nom/voc pl (attic epic)
γνώρισις
making known
fem nom/acc pl (attic)
γνωρίζω
make known
aor subj act 2nd sg (epic)
γνωρίζω
make known
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γλυκόπικρος — η, ο (Α γλυκύπικρος, ον, Μ γλυκόπικρος, ον) 1. αυτός που έχει γεύση και γλυκιά και πικρή 2. εκείνος που είναι και ευχάριστος και δυσάρεστος, ο οποίος φέρνει και χαρά ή ηδονή και πίκρα ή οδύνη (α. «γλυκόπικρα μαντάτα» β. «ἔργοις γνωρίσεις ἔρωτος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”